Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

οὗ ἕθεν

См. также в других словарях:

  • έθεν — ἕθεν (Α) αρσ. και θηλ. γεν. τής αντων. ἕ (αυτού). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρικό τ. γενικής της αντων. ε*] …   Dictionary of Greek

  • ἑθέν — ἑθεν , ἕ masc/fem gen sg ἵημι Ja c io aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕθεν — ἑθεν , ἕ masc/fem gen sg ἕ masc/fem gen sg ἵημι Ja c io aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑθεν — ἕ masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔθεν — ἔθε̄ν , ἔθω to be accustomed pres inf act (epic doric) ἔθω to be accustomed imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …   Dictionary of Greek

  • Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… …   Wikipedia

  • THERA — vulgo Gozi, teste Nigrô, insula maris Aegaei apud Cretam, quae, ut primum enata est, Calliste appellata fuit, teste Pliniô l. 4. c. 12. iuxta Diam, a qua Therasia postea avulsa est, proxima Anaphe, ab Heracleo oppid. Cretae 85. mill. pass. in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ε — (I) (Μ ἔ) επιφών. εκφράζει: 1. ενόχληση, δυσαρέσκεια («ε πια, μάς παραζάλισες!») 2. θαυμασμό 3. επιθυμία, ευχή («ε! και να μού τύχαινε ο πρώτος αριθμός τού λαχείου!») νεοελλ. 1. βεβιασμένη συγκατάθεση («ε! φτάνει, σέ πιστεύω!») 2. κλήση («ε!… …   Dictionary of Greek

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»